Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εθιμοτυπικός -ή -ό [eθimotipikós] Ε1 : που προβλέπεται από τους κανόνες της εθιμοτυπίας ή που γίνεται σύμφωνα με αυτούς: Εθιμοτυπική τελετή / επίσκεψη / προσφώνηση. Εθιμοτυπικοί κανόνες.
εθιμοτυπικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. εθυμοτυπ(ία) -ικός]