Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εθιμικός -ή -ό [eθimikós] Ε1 : (νομ.) που έχει διαμορφωθεί κατ΄ έθιμο, σύμφωνα με μια μακρόχρονη, ομοιόμορφη και συνεχή εφαρμογή του από την κοινωνία, και δεν τον έχει θεσπίσει με γραπτό νόμο η πολιτεία: Εθιμικό δίκαιο. Εθιμικοί κανόνες δικαίου.
[λόγ. έθιμ(ον)β -ικός]