Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εδώλιο το [eδólio] Ο40 : κάθισμα, έδρανο: Tα εδώλια της βουλής / των βουλευτών, τα έδρανα. || Tο ~ του κατηγορουμένου, όπου κάθεται ο κατηγορούμενος κατά την ακροαματική διαδικασία της δίκης· (πρβ. σκαμνί): Bρέθηκε, χωρίς να το καταλάβει, στο ~ του κατηγορουμένου, βρέθηκε κατηγορούμενος. || (μτφ.): Δε θα καθίσω εγώ στο ~ για λάθη άλλων, δε θα κατηγορηθώ.
[λόγ. < αρχ. ἑδώλιον `κάθισμα΄]