Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εδώδιμος -η -ο [eδóδimos] Ε5 : (λόγ.) που τον χρησιμοποιούν για τροφή· (πρβ. βρώσιμος, φαγώσιμος): Ο ~ καρπός. H εδώδιμη ρίζα ενός φυτού. H εδώδιμη ποικιλία ενός φυτού. || (βοτ.) στην ονοματολογία φυτικών ειδών και ποικιλιών: Στρύχνος ο ~. || (ως ουσ.) τα εδώδιμα, φαγώσιμα είδη: Εδώδιμα και αποικιακά.
[λόγ. < αρχ. ἐδώδιμος]