Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εδρεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εδρεύω [eδrévo] Ρ5.1α (μόνο στο ενεστ. θ.) : 1.(για υπηρεσία, οργανισμό κτλ.) έχω την έδρα μου σε ορισμένο τόπο. α. είμαι εγκατεστημένος σε ορισμένο τόπο: H διοίκηση της εταιρείας εδρεύει στην Aθήνα. β. έχω εγκατεστημένη την κεντρική μου υπηρεσία, διοίκηση κτλ. σε ορισμένο τόπο: Tο Γ' Σώμα Στρατού εδρεύει στη Θεσσαλονίκη. 2. (μτφ.): Tο κέντρο του λόγου εδρεύει στο αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου.

[λόγ. < ελνστ. ἑδρεύω `είμαι καθισμένος, εγκατεστημένος΄ & κατά τη σημ. της λ. έδραIII]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες