Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εδραιώνω [eδreóno] -ομαι Ρ1 : ενισχύω κτ., ώστε να γίνει σταθερό, ακλόνητο, ώστε να είναι δύσκολο ή αδύνατο να μεταβληθεί, να φθαρεί ή να καταστραφεί· σταθεροποιώ, ισχυροποιώ: ~ μια κατάσταση / ένα καθεστώς. ~ τη θέση / την εξουσία / τη δύναμη / το κύρος μου. Mετά τη νέα εκλογική της επιτυχία, η κυβέρνηση εδραίωσε ακόμη περισσότερο τη θέση της. Nα εδραιώσουμε και να διερευνήσουμε τη δημοκρατία. Nα αποκαταστήσουμε και να εδραιώσουμε τη συνταγματική νομιμότητα. || H νέα τάξη πραγμάτων δεν είναι δυνατό να εδραιωθεί στα ερείπια ενός πολέμου. Δύσκολα ανατρέπεται ένα ήδη εδραιωμένο καθεστώς. Εδραιωμένη γνώμη / πεποίθηση, καλά θεμελιωμένη και γι΄ αυτό σταθερή.
[λόγ. < ελνστ. ἑδραι(ῶ) -ώνω]