Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εδραίωση η [eδréosi] Ο33 : το αποτέλεσμα του εδραιώνω, το να έχει γίνει κτ. σταθερό και μόνιμο· σταθεροποίηση: H ~ μιας κατάστασης / ενός καθεστώτος. H ~ της θέσης (μου) / της κυριαρχίας (μου). Προσπάθεια αποκατάστασης και εδραίωσης φιλικών σχέσεων με τις γειτονικές χώρες. Aν τώρα δεν μπορούμε να αλλάξουμε την κατάσταση των πραγμάτων, ας αποτρέψουμε τουλάχιστον την εδραίωσή της.
[λόγ. < μσν. εδραίωσις < εδραιω- (δες εδραιώνω) -σις > -ση]