Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εδραίος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εδραίος -α -ο [eδréos] Ε4 : (λόγ., συνήθ. μτφ.) θεμελιωμένος ή ριζωμένος και γι΄ αυτό σταθερός, ακλόνητος· εδραιωμένος: Εδραία πεποίθηση.

[λόγ. < αρχ. ἑδραῖος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες