Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εδραίος -α -ο [eδréos] Ε4 : (λόγ., συνήθ. μτφ.) θεμελιωμένος ή ριζωμένος και γι΄ αυτό σταθερός, ακλόνητος· εδραιωμένος: Εδραία πεποίθηση.
[λόγ. < αρχ. ἑδραῖος]