Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εδράζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
εδράζω.
  • Ιδρύω, εγκαθιδρύω, θεμελιώνω:
    • Το μεν πολίχνιον εστί τῃ άμμῳ ηδρασμένον (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1807).

[μτγν. εδράζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες