Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εδράζομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εδράζομαι [eδrázome] Ρ2.1β : (λόγ.) α. είμαι τοποθετημένος και στηρίζομαι επάνω σε κτ.: H προτομή εδράζεται σε μαρμάρινο βάθρο. β. (μτφ.) για θεωρία, άποψη κτλ., έχω τη βάση μου, την αρχή μου πάνω σε κτ.· βασίζομαι, στηρίζομαι, οικοδομούμαι: Οι ηθικοί αφορισμοί του εδράζονται στη χριστιανική διδασκαλία.

[λόγ. < ελνστ. ἑδράζομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες