Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εδαφολογικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εδαφολογικός -ή -ό [eδafolojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην εδαφολογία: Εδαφολογικές έρευνες. Εδαφολογική μελέτη. ~ χάρτης. εδαφολογικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. εδαφολογ(ία) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες