Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εδαφικός -ή -ό [eδafikós] Ε1 : 1.που αναφέρεται στο έδαφος, την έκταση γης που ανήκει σε ένα κράτος: Εδαφική επέκταση / κυριαρχία / ακεραιότητα ενός κράτους. Οι εδαφικές διεκδικήσεις μιας χώρας σε βάρος άλλης. 2. (επιστ.) που αναφέρεται στο έδαφος, το γήινο φλοιό του πλανήτη μας: Εδαφικές διαβρώσεις. Εδαφική απεικόνιση / αποτύπωση. Εδαφική μορφολογία, γεωμορφολογία. Εδαφικό νερό, που συσσωρεύεται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους.
[λόγ. < ελνστ. ἐδαφικός]