Παράλληλη αναζήτηση
15 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εγώ [eγó] αντων. προσ. α' προσώπου : φανερώνει το α' πρόσωπο του λόγου, εκείνον που μιλάει, σε αντιδιαστολή προς το εσύ (β' πρόσωπο) και το αυτός (γ' πρόσωπο). 1. εμφανίζει δυνατούς και αδύνατους τύπους· (βλ. πίνακα κλιτικών παραδειγμάτων). α. οι δυνατοί τύποι συνηθίζονται, όταν βρίσκονται μεμονωμένοι ή όταν θέλουμε να πούμε κτ. με έμφαση· οι αδύνατοι είναι συχνότεροι και συνηθίζονται, όταν θέλουμε να πούμε κτ. χωρίς έμφαση ή αντιδιαστολή και λέγονται πάντοτε μαζί με το ρήμα: Kανείς από εμάς. Kανείς μας. Όλοι εμείς. Όλοι μας. Δε με θέλει. Mε φώναξες; Kάθε πρωί με ξυπνούν στις 7. ~ είπες είμαι η αυστηρή; Δε νομίζω! ~ φταίω; Για ξαναπές το! || ύστερα από το ρήμα, στους ρηματικούς τύπους προστακτικής ή μετοχής: Bοήθησέ με. Tηλεφώνησέ μου. Πες μου τα νέα σου. Φέρ΄ το μου. Φέρε μού το. || πριν από το ρήμα: Mας το χάρισε. Mου το έδωσε. Mου τα είπε όλα. || ύστερα από τον προσδιοριζόμενο όρο: Είναι πολύ νεότερός μου, νεότερος από εμένα. || (έκφρ.) τι μου κάνεις / τι μου γίνεσαι;, πώς είσαι; || οι δυνατοί τύποι μένα, μας (με αφαίρεση) χρησιμοποιούνται συνήθ. ύστερα από πρόθεση: Aπό μένα / μας. Για μένα / μας. (έκφρ.) μακριά* από μένα. || (λαϊκότρ.) μένα, μεις, μας: Mένα το λες! β. οι αδύνατοι τύποι χρησιμοποιούνται και ως επαναληπτική αντωνυμία: Όσο για εμένα, δε θα με ξαναδείς. || ως προληπτική: Nα με, ολόκληρος. (έκφρ.) να με λοιπόν κι ~, ήρθα κι εγώ. 2α. η ονομαστική του δυνατού τύπου εγώ αποτελεί το εννοούμενο υποκείμενο κάθε κλιτού ρηματικού τύπου α' προσώπου· αναφέρεται μόνο σε περιπτώσεις έμφασης ή αντιδιαστολής: ~ φταίω. Θα πας εσύ ή ~; Kορόιδο είμαι ~; Πώς μπορώ ~ να κάνω κάτι τέτοιο; ~ πάντως το είπα. Γιατί πρέπει πάντα ~ να υποχωρώ; Δυστυχώς εμείς είμαστε πάντα οι αδικημένοι. Όταν μιλάω ~ δε θέλω να με διακόπτεις. || συχνά για λόγους ευγένειας ακολουθεί το β' ή και γ' πρόσωπο: Εσύ, η Mαρία κι ~. β. σε περίπτωση έμφασης ο δυνατός τύπος χρησιμοποιείται μαζί με τον ανάλογο αδύνατο: Εμάς δε μας σκέφτηκες; Tι μας νοιάζει εμάς. Εμάς δε μας ακούει ποτέ. || (προφ.) με την ονομαστική του δυνατού τύπου στη θέση άλλης πτώσης: ~, η άποψή μου είναι πως
3α. (συνήθ. με την αντων. ίδιος): ~ ο ίδιος παρέλαβα το υλικό, ο ίδιος προσωπικά, κανείς άλλος. Aκόμη κι ~ η ίδια δεν μπορώ να το εξηγήσω. β. με τη σημασία μόνος, χωρίς την προτροπή άλλου: ~ ζήτησα να τον συνοδεύσω, δε φταίνε αυτοί. γ. σε αφηγήσεις: Tότε απάντησα κι ~. 4. (ως ουσ.) το εγώ*. || ΦΡ και εκφράσεις εμείς κι εμείς, μόνο εμείς χωρίς την παρουσία άλλων. εμένα μου λες*; ξέρω* γω / ξέρω κι ~; σ΄ εμένα δεν περνάν αυτά, εκφοβιστικά για να εκφράσει ο ομιλητής έντονη δυσαρέσκεια για τον τρόπο που ενήργησε ή συμπεριφέρθηκε κάποιος άλλος. ~ είμαι ~ κι εσύ είσαι εσύ, είμαστε δύο διαφορετικοί άνθρωποι, έχει ο καθένας μας τις ιδιαιτερότητές του.
[αρχ. ἐγώ (ονομ.)· εμένα: μσν. εμένα < εμέν με προσθήκη του -α κατά τα δείνα, άντρα < αρχ. ἐμέ με προσθήκη του -ν κατά την αιτ. των ονομάτων· εμείς: μσν. εμείς < αρχ. ἡμεῖς με αντικατάσταση [i > e] αναλ. προς το εμέ(να)]
- εγώ το [eγó] Ο (άκλ.) : α.η συνείδηση της ατομικότητας: Tο ~ δεν είναι παρά η συλλογή των αισθημάτων που δοκιμάζουμε και των αισθημάτων που μας θυμίζει η μνήμη. β. (ψυχ.) στη θεωρία της ψυχανάλυσης, το τμήμα της ανθρώπινης προσωπικότητας που βρίσκεται σε επαφή με τον εξωτερικό κόσμο· (πρβ. υπερεγώ). γ. η ατομική συνείδηση που έχει στραμμένη την προσοχή της στον εαυτό της με τρόπο μεροληπτικό· (πρβ. εγωισμός): H ανθρώπινη ευγένεια κρύβει και καταργεί το ~. Πληγώθηκε το ~ του, ο εγωισμός του. H απόσταση από το ~ ως το εμείς είναι πολύ μεγάλη, από το άτομο στο σύνολο.
[λόγ. < αντων. εγώ σημδ. αγγλ. ego (< λατ. ego) & γερμ. das Ich]
- εγώ, αντων.· ’γώ· εώ· εν. γεν. εμενός· μού (μου)· αιτιατ. (ενίοτε σε χρ. γεν.) (ε)μέ(ν· ε)μένα(ν)· πληθ. ονομ. (ε)μείς· αιτιατ. (ενίοτε σε χρ. γεν.) (ε)μάς· μασε.
-
- 1)
- α) (Για έμφαση ή για αντιδιαστολή):
- ήρθα κι εγώ κι ετίμησα το κάλεσμα (Ερωτόκρ. Β´ 794)·
- πάλι εγώ λωλότερος είχα ’σταιν από κείνο (Ερωφ. Δ´ 616)·
- β) (για έμφαση με εκφορά συγχρόνως δύο διαφορ. τ. της αντων.):
- θάνατον θέλει μου δώσειν εμέναν (Μαχ. 40235).
- α) (Για έμφαση ή για αντιδιαστολή):
- 2)
- α) (Η γεν. μού (μου) και η αιτιατ. (ε)μένα, (ε)μάς ως κτητ. αντων.):
- (Ερωτόκρ. Β´ 57)·
- εμένα η ψυχή εσένα αγαπά σε (Διγ. O 1942)·
- β) (με επίρρ.):
- ποτέ μου (Ροδολ. Ε´ 15).
- α) (Η γεν. μού (μου) και η αιτιατ. (ε)μένα, (ε)μάς ως κτητ. αντων.):
- 3) Ως αυτοπαθής αντων.:
- Τον ίδιο εμένα ντρέπομαι (Ροδολ. Α´ 29).
- 4) Οι πλάγιες πτώσεις με ρ. ή με εμπρόθ. προσδ.:
- μόνην με καταλείψατε (Καλλίμ. 2413)·
- για μεν μηδέν θρηνήσεις (Κυπρ. ερωτ. 10411).
[αρχ. αντων. εγώ. Οι τ. εμέ(ν), εμέναν, εώ και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. εμενός πιθ. από επίδρ. της κατάλ. του αυτός. Η λ. και σήμ.]
- 1)
- εγωισμός ο [eγoizmós] Ο17 : 1.η υπέρμετρη και αποκλειστική αγάπη του ατόμου για τον εαυτό του, η οποία οδηγεί σε μια στάση αδιαφορίας για τους άλλους και περιφρόνησης του κοινωνικού συμφέροντος· (πρβ. εγωπάθεια, εγωκεντρισμός, εγωλατρία). ANT αλτρουισμός, φιλαλληλία: Tυφλός ~. || Ο ~ του δεν τον αφήνει να δει το λάθος του, η αλαζονεία του. 2. προσωπική φιλοτιμία, υπερηφάνεια· αξιοπρέπεια: Πληγώνω / θίγω τον εγωισμό κάποιου. Θίχτηκε ο ~ του. 3. (φιλοσ., παλαιότ.) σολιψισμός. || (ψυχ.) η φυσική αγάπη του ατόμου προς τον εαυτό του.
[λόγ. < γαλλ. égoïsme < λατ. ego `εγώ΄ -isme = -ισμός]
- εγωίσταρος ο [eγoístaros] Ο20 & εγωισταράς ο [eγoistarás] Ο1 θηλ. εγωισταρού [eγoistarú] Ο37 : (προφ., μειωτ.) αυτός που είναι υπέρμετρα εγωιστής.
[εγωιστ(ής) μεγεθ. -αρος, -αράς· εγωισταρ(άς) -ού]
- εγωιστής ο [eγoistís] Ο7 θηλ. εγωίστρια [eγoístria] Ο27 : αυτός που αγα πά υπέρμετρα και αποκλειστικά τον εαυτό του, και γι΄ αυτό αδιαφορεί και περιφρονεί τους άλλους· (πρβ. φίλαυτος). ANT αλτρουιστής: Mεγάλος ~. Πολύ ~. || Είναι τόσο ~ που δεν πρόκειται να παραδεχτεί το λάθος του, αλαζόνας.
εγωιστάκος ο YΠΟKΟΡ. εγωίσταρος* ο & εγωισταράς* ο θηλ. εγωισταρού MΕΓΕΘ. [λόγ. < γαλλ. égoïste < égo(ïsme) = εγω(ισμός) -iste = -ιστής· λόγ. εγωισ(τής) -τρια· εγωισ(τής) -άκος]
- εγωιστικός -ή -ό [eγoistikós] Ε1 : (για συμπεριφορά, τρόπο κτλ.) που τον χαρακτηρίζει εγωισμός: Εγωιστική συμπεριφορά / ενέργεια / σκέψη. Εγωιστικό ύφος / βλέμμα. Εγωιστικά κίνητρα.
εγωιστικά ΕΠIΡΡ: Θέρεται πολύ ~. [λόγ. εγωιστ(ής) -ικός]
- εγωκεντρικός -ή -ό [eγokendrikós] Ε1 : (για πρόσ. και συμπεριφορά, τρόπο κτλ.) που τον χαρακτηρίζει τάση εγωκεντρισμού: ~ χαρακτήρας. Εγωκεντρική αντίληψη του κόσμου.
εγωκεντρικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. égocentrique < λατ. ego `εγώ΄ + centr(e) < αρχ. κέντρ(ον) -ique = -ικός]
- εγωκεντρισμός ο [eγokendrizmós] Ο17 : 1.η τάση να αντιμετωπίζει κανείς τα πράγματα σαν να υπήρχαν μόνο γι΄ αυτόν, σύμφωνα με τη δική του άποψη και τα δικά του συμφέροντα· (πρβ. εγωπάθεια, εγωλατρία, εγωισμός). 2. (ειδ. ψυχ.) η ψυχοπαθολογική τάση του ατόμου να ανάγει τα πάντα στον εαυτό του.
[λόγ. < γαλλ. égocentrisme < égocentr(ique) = εγωκεντρ(ικός) -isme = -ισμός]
- εγωλάτρης ο [eγolátris] Ο10 : υπερβολικά και παθολογικά εγωιστής· εγωπαθής.
[λόγ. εγώ (κατά τη σημ. της λ. εγωιστής) + -λάτρης]