Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εγωιστής ο [eγoistís] Ο7 θηλ. εγωίστρια [eγoístria] Ο27 : αυτός που αγα πά υπέρμετρα και αποκλειστικά τον εαυτό του, και γι΄ αυτό αδιαφορεί και περιφρονεί τους άλλους· (πρβ. φίλαυτος). ANT αλτρουιστής: Mεγάλος ~. Πολύ ~. || Είναι τόσο ~ που δεν πρόκειται να παραδεχτεί το λάθος του, αλαζόνας.
εγωιστάκος ο YΠΟKΟΡ. εγωίσταρος* ο & εγωισταράς* ο θηλ. εγωισταρού MΕΓΕΘ. [λόγ. < γαλλ. égoïste < égo(ïsme) = εγω(ισμός) -iste = -ιστής· λόγ. εγωισ(τής) -τρια· εγωισ(τής) -άκος]