Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εγχώριος -α -ο [eŋxórios] Ε6 : για προϊόντα που παράγονται ή κατασκευάζονται στη χώρα ή στην περιοχή στην οποία καταναλώνονται ή και στην οποία αναφέρεται ο ομιλητής, που δεν εισάγονται από άλλες χώρες ή περιοχές· ντόπιος: Εγχώρια προϊόντα. H εγχώρια παραγωγή. Εγχώρια βιομηχανία. Tα εγχώρια υφάσματα είναι φτηνότερα από τα εισαγόμενα.
[λόγ. < αρχ. ἐγχώριος]