Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγχειρήσιμος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εγχειρήσιμος -η -ο [enxirísimos] Ε5 : που μπορεί ή είναι έτοιμος να υποστεί εγχείρηση.

[λόγ. εγχειρη- (εγχειρώ) -σιμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες