Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εγχαράσσω [eŋxaráso] -ομαι Ρ2.2 : (λόγ.) χαράζω κτ. με αιχμηρό όργανο επάνω σε σκληρή επιφάνεια (πέτρα, ξύλο, μέταλλο κτλ.).
[λόγ. < ελνστ. ἐγχαράσσω]
[Λεξικό Κριαρά]
- εγχαράσσω ‑ττω.
-
- (Προκ. για νομίσματα) χαράσσω:
- (Γεωργηλ., Βελ. Λ 773).
[μτγν. εγχαράσσω. Η λ. (‑σσω) και σήμ. λόγ.]
- (Προκ. για νομίσματα) χαράσσω: