Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εγκόσμιος -α -ο [eŋgózmios] Ε6 : που υπάρχει, που ανήκει σ΄ αυτό τον κόσμο στον οποίο ζούμε και όχι σε κπ. άλλο απρόσιτο στις αισθήσεις μας· επίγειος, γήινος. ANT ουράνιος, υπερκόσμιος: Εγκόσμια δόξα. Εγκόσμια ζωή. Περιφρονούσε τα εγκόσμια αγαθά. || (ως ουσ.) τα εγκόσμια, όσα συνιστούν τον κόσμο μας ή υπάρχουν σ΄ αυτόν, η επίγεια ζωή: Tα εγκόσμια καθόλου δεν τον συγκινούσαν, για τη σωτηρία των ψυχών μόνο μοχθούσε.
[λόγ. < ελνστ. ἐγκόσμιος, τά ἐγκόσμια]