Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγκόλπιον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
εγκόλπιον το· γκόλφι· γκόλφιν· γκόρφι· εγκόλπι· εγκόλπιν· εγκόλφιον· εγκόρφι· κόλφι.
  • 1)
    • α) Εγκόλπιο, φυλαχτό:
      • εβγάνει το εγκόλπιον και δίδει το την κόρην (Ιμπ. 536
    • β) (εκκλ.) το επιστήθιο του αρχιερέα που εικονίζει το Χριστό σαν επίσημο διακριτικό της αρχιερατικής εξουσίας:
      • Το γκόλφι της εκκλησίας το μεγάλο … να το δώσετε του γκαστάλδου (Σεβήρ., Διαθ. 19192).
  • 2) (Γενικ.) πράγμα πολύτιμο, κόσμημα:
    • λάβεις δε και την προίκα σου … κιντηνάρια είκοσι, … εγκόλπια πολύτιμα (Διγ. Z 2086).

[ουδ. του μτγν. επιθ. εγκόλπιος ως ουσ. Oι τ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. γκόλφι). Η λ. τον 8.-9. αι. (LBG) και σήμ. (ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες