Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγκόλπιο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εγκόλπιο το [eŋgólpio] Ο42 : 1.μικρό πλακίδιο με διακοσμητική, συμβολική, αναμνηστική κτλ. παράσταση, που κρεμιέται από το λαιμό στο στήθος με αλυσίδα· (πρβ. μενταγιόν): ~ επισκόπου, ωοειδούς σχήματος εικόνα της Παναγίας ή του Xριστού, ως διακριτικό του βαθμού του. 2. (παρωχ.) συνήθ. σε τίτλους βιβλίων μικρού σχήματος και με καθοδηγητικό, χρηστικό περιεχόμενο: Εγκόλπιο Ορθογραφίας.

[λόγ.: 1: μσν. εγκόλπιον ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. ἐγκόλπιος `του στήθους΄· 2: σημδ. γαλλ. vade-mecum]

[Λεξικό Κριαρά]
εγκόλπιον το· γκόλφι· γκόλφιν· γκόρφι· εγκόλπι· εγκόλπιν· εγκόλφιον· εγκόρφι· κόλφι.
  • 1)
    • α) Εγκόλπιο, φυλαχτό:
      • εβγάνει το εγκόλπιον και δίδει το την κόρην (Ιμπ. 536
    • β) (εκκλ.) το επιστήθιο του αρχιερέα που εικονίζει το Χριστό σαν επίσημο διακριτικό της αρχιερατικής εξουσίας:
      • Το γκόλφι της εκκλησίας το μεγάλο … να το δώσετε του γκαστάλδου (Σεβήρ., Διαθ. 19192).
  • 2) (Γενικ.) πράγμα πολύτιμο, κόσμημα:
    • λάβεις δε και την προίκα σου … κιντηνάρια είκοσι, … εγκόλπια πολύτιμα (Διγ. Z 2086).

[ουδ. του μτγν. επιθ. εγκόλπιος ως ουσ. Oι τ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. γκόλφι). Η λ. τον 8.-9. αι. (LBG) και σήμ. (ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες