Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγκωμιάζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εγκωμιάζω [eŋgomiázo] -ομαι Ρ2.1 : λέω επαινετικά λόγια για κπ. ή για κτ.· επαινώ, εξυμνώ κπ. ή κτ. με θέρμη, με ενθουσιασμό· εκθειάζω· ΣYN έκφρ. πλέκω / ψάλλω το εγκώμιο κάποιου: ~ κπ. για τις αρετές του. ~ τις αρετές κάποιου.

[λόγ. < αρχ. ἐγκωμιάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
εγκωμιάζω.
  • 1)
    • α) Επαινώ, εξυμνώ:
      • (Ιστ. Βλαχ. 2189
    • β) τιμώ:
      • Κεφαλή την έκραξε (ενν. την Κεφαλλονιά) που την εγκωμιάζει (Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 22).
  • 2) Αναφέρω (απλώς):
    • βασιλείς, άρχοντες … τις να τους εγκωμιάσει; (Πόλ. Τρωάδ. 7145).

[αρχ. εγκωμιάζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες