Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εγκυμοσύνη η [engimosíni] Ο30α : (και ιατρ.) η κατάσταση της γυναίκας που εγκυμονεί, που είναι έγκυος· το σύνολο των λειτουργιών και των μεταβολών που συντελούνται στον οργανισμό γυναίκας που εγκυμονεί· (πρβ. κύηση, κυοφορία): Έναρξη / διάγνωση / διάρκεια εγκυμοσύνης. Φυσιολογική ~. Aνωμαλίες / νόσοι εγκυμοσύνης. Έχει / περνά δύσκολη ~. Φορέματα / ρούχα εγκυμοσύνης, για εγκύους.
[λόγ. < αρχ. επίθ. ἐγκύ μ(ων) `έγκυος΄ -οσύνη]