Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγκυκλοπαιδικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εγκυκλοπαιδικός -ή -ό [engiklopeδikós] Ε1 : 1.που έχει αντικείμενό του τις γενικές και βασικές γνώσεις όλων ή πολλών και ποικίλων κλάδων του επιστητού. || συνήθ. σε αντιδιαστολή προς τα ειδικός, εξειδικευμένος, επιστημονικός· (πρβ. γενικός): Εγκυκλοπαιδική μόρφωση / παιδεία. Εγκυκλοπαιδικές γνώσεις. 2. που έχει σχέση με την εγκυκλοπαίδεια, που έχει τη μορφή εγκυκλοπαίδειας: Εγκυκλοπαιδικό έργο. || Εγκυκλοπαιδικό λεξικό, που δίνει πληροφορίες για τα ίδια τα πράγματα και τις έννοιες, σε αντιδιαστολή προς το γλωσσικό: Ένα εγκυκλοπαιδικό λεξικό μπορεί να περιέχει και κάποιες γλωσσικές πληροφορίες. Εγκυκλοπαιδικά και γλωσ σικά λήμματα (ενός λεξικού, μιας εγκυκλοπαίδειας). εγκυκλοπαιδικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1.

[λόγ. < γαλλ. encyclopédique < encyclopéd(ie) = εγκυκλοπαίδ(εια) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες