Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εγκρεμός ο [eŋgremós] & εγκρεμνός ο [eŋgremnós] Ο17 : (λαϊκότρ., λογοτ.) γκρεμός.
[μσν. εγκρεμός < εγκρεμνός με απλοπ. του συμφ. συμπλ. [mn > m] · μσν. εγκρεμνός < γκρεμνός με ανάπτ. ε- από συμπροφ. με την πρόθ. σε και ανασυλλ.: [se-gr > segr > s-egr] ]