Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εγκράτεια η [eŋgrátia] Ο27 : η ιδιότητα του εγκρατούς, η ικανότητα ενός ατόμου να ελέγχει και να περιορίζει στο ελάχιστο τις ορμές και τις επιθυμίες που έχουν σχέση με τις υλικές απολαύσεις, η ενσυνείδητη αποχή από υλικές απολαύσεις και ηδονές: Zω με ~. Aσκητική ~. H ταπείνωση, η ~ και η προσευχή αποτελούν κύρια στοιχεία του μοναχικού βίου.
[λόγ. < αρχ. ἐγκράτεια]
[Λεξικό Κριαρά]
- εγκράτεια η· εγκρατειά.
-
- 1) Το να είναι κάπ. εγκρατής:
- (Βακτ. αρχιερ. 179).
- 2) Αποχή από κ.:
- εγκράτειαν εξακουστήν στον εμαυτόν εποίκες (Σκλέντζα, Ποιήμ. 1183).
[αρχ. ουσ. εγκράτεια. Η λ. και σήμ.]
- 1) Το να είναι κάπ. εγκρατής: