Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εγκλωβισμός ο [eŋglovizmós] Ο17 : το αποτέλεσμα του εγκλωβίζω. α. παγίδευση1: ~ σε ασανσέρ. || (μτφ.): Ο ~ σε ιδεολογίες οδηγεί πολλές φορές σε αδιέξοδο. β. (στρατ.) απομόνωση τμήματος του εχθρικού εδάφους με διασταυρούμενες γραμμές πυρός του εχθρού: Yποχώρησαν γρήγορα για να αποφύγουν τον εγκλωβισμό τους από τις εχθρικές δυνάμεις.
[λόγ. εγκλωβισ- (εγκλωβίζω) -μός]