Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγκλιματισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εγκλιματισμός ο [eŋglimatizmós] Ο17 : η διαδικασία και το αποτέλεσμα του εγκλιματίζω· εγκλιμάτιση. α. (για έμβιο οργανισμό) σταδιακή προσαρμογή σε ξένο κλιματολογικό ή βιολογικό περιβάλλον. β. (για πρόσ.) σταδιακή προσαρμογή σε ξένο ή σε νέο κοινωνικό περιβάλλον.

[λόγ. εγκλιματισ- (εγκλιματίζω) -μός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες