Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εγκλιματίζω [eŋglimatízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.κάνω ένα βιολογικό οργανισμό να συνηθίσει να ζει σε ξένο κλιματολογικό ή φυσικό περιβάλλον. || (παθ.) προσαρμόζομαι και ζω στις κλιματολογικές συνθήκες άλλου τόπου: Είδη φυτών της Aμερικής που εγκλιματίστηκαν στην Ευρώπη. 2. (παθ., για πρόσ.) εξοικειώνομαι με τον τρόπο και τους όρους ζωής ξένου ανθρώπι νου περιβάλλοντος: Δυσκολεύτηκε να εγκλιματιστεί στο νέο εργασιακό πε ριβάλλον.
[λόγ. εγ- (δες εν-) κλιματ- (κλίμα) -ίζω μτφρδ. γαλλ. acclimater]