Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εγκληματολογικός -ή -ό [eŋglimatolojikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην εγκληματολογία: Εγκληματολογική μελέτη. Εγκληματολογικές έρευνες. Εγκληματολογικό εργαστήριο. Εγκληματολογική υπηρεσία. || (ως ουσ.) το εγκληματολογικό, υπηρεσία της αστυνομίας.
[λόγ. εγκληματολογ(ία) -ικός]