Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εγκληματικότητα η [eŋglimatikótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : 1.(σπάν.) ο χαρακτήρας του εγκληματία, η ροπή προς το έγκλημα. 2. το σύνολο των εγκλημάτων που διαπράττονται σε μια κοινωνία ή κοινωνική ομάδα και σε μια χρονική περίοδο (η συχνότητά τους, η αναλογία τους προς τον πληθυσμό κτλ.): Έξαρση / αύξηση / μείωση / περιορισμός / καταστολή της εγκληματικότητας. Δείκτης εγκληματικότητας. H ~ της εφηβικής ηλικίας. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία η ~ στα μεγάλα αστικά κέντρα αυξάνεται με ανησυχητικό ρυθμό.
[λόγ. εγκληματικ(ός) -ότης > -ότητα]