Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εγκληματίας ο [eŋglimatías] Ο3 θηλ. εγκληματίας [eŋglimatías] : α.αυτός που διέπραξε ή διαπράττει βαρύτατο έγκλημα ή εγκλήματα, συνήθ. ανθρωποκτονίας: Στυγερός / ειδεχθής / παράφρων ~. Kοινός ~. ~ του κοινού ποινικού δικαίου. Εγκληματίες πολέμου. β. ως χαρακτηρισμός προσώπου που κάνει κάποιο βαρύτατο, συνήθ. ηθικό, παράπτωμα, που ευθύνεται για κτ. ιδιαίτερα επιζήμιο ή βλαπτικό: Θεωρούν εγκληματίες όσους αδιαφορούν για το μέλλον της κοινωνίας μας.
[λόγ. < εγκληματ- (έγκλημα) -ίας· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]