Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εγκλεισμός ο [eŋglizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εγκλείω, ο περιορισμός κάποιου μέσα σε κλειστό χώρο, συνήθ. για σωφρονιστικούς ή για θεραπευτικούς λόγους· (πρβ. περιορισμός, φυλάκιση, κράτηση): ~ σε φυλακή. Διέταξε τη σύλληψη των πολιτικών του αντιπάλων και τον εγκλεισμό τους σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Tο δικαστήριο αποφάσισε τον εγκλεισμό του σε ψυχιατρείο.
[λόγ. < ελνστ. ἐγκλεισμός]