Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγκλίνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εγκλίνω [eŋglíno] -ομαι Ρ1 (μόνο στον ενεστ., συνήθ. παθ.) : (γραμμ.) για λέξη που χάνει τον τόνο της ή τον ανεβάζει στη λήγουσα της προηγούμενης λέξης: Εγκλίνονται οι μονοσύλλαβοι τύποι της προσωπικής αντωνυμίας. Λέξεις που εγκλίνουν τον τόνο τους.

[λόγ. < ελνστ. ἐγκλίνω, αρχ. σημ.: `κλίνω προς τα μέσα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες