Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εγκατασταίνω [eŋgatasténo] -ομαι Ρ αόρ. εγκατάστησα, απαρέμφ. εγκαταστήσει, παθ. αόρ. εγκαταστάθηκα, απαρέμφ. εγκατασταθεί, μππ. εγκαταστημένος : (προφ.) εγκαθιστώ.
[λόγ. < εγκαθιστώ μεταπλ. κατά τα ρ. σε -αίνω με βάση το συνοπτ. θ. εγκαταστ-]