Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγκατασπείρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εγκατασπείρω [eŋgataspíro] -ομαι Ρ αόρ. εγκατέσπειρα, απαρέμφ. εγκατασπείρει, παθ. αόρ. εγκατασπάρθηκα, απαρέμφ. εγκατασπαρθεί, μππ. εγκατασπαρμένος και εγκατεσπαρμένος* : (λόγ.) μέσα σε ένα χώρο και σε διάφορα σημεία σκορπίζω κτ.· σκορπίζω, διασκορπίζω εδώ κι εκεί.

[λόγ. < ελνστ. ἐγκατασπείρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες