Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εγκαρδιώνω [eŋgarδióno] -ομαι Ρ1 : εμπνέω σε κπ. θάρρος, αυτοπεποίθηση· εμψυχώνω, ενθαρρύνω. ANT αποκαρδιώνω: Προσπάθησε να τους εγκαρδιώσει, θυμίζοντάς τους τις προηγούμενες νίκες τους. Tα λόγια του μας εγκαρδίωσαν.
[λόγ. < μσν. εγκαρδιώνω < εγκάρδι(ος) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- εγκαρδιώνω· ’γκαρδιώνω.
-
- I. (Ενεργ., μτβ.) δίνω θάρρος σε κάπ., ενθαρρύνω, εμψυχώνω:
- με λόγους σπλαχνιστικούς όλους τους εγκαρδιώνει (Θησ. (Foll.) I 19).
- II. Μέσ.
- 1) Παίρνω θάρρος, εμψυχώνομαι:
- εις εμένα περισσά έρχεται τούτο (ενν. το όνομα) πάντα, όταν εγκαρδιώνομαι (Σοφιαν., Κωμωδ. Ricchi 219).
- 2) Εμπιστεύομαι:
- εγώ σ’ εσέ να ’γκαρδιωθώ τό μέλλεται να ποίσεις (Χούμνου, Κοσμογ. 2177).
- 1) Παίρνω θάρρος, εμψυχώνομαι:
[<επίθ. εγκάρδιος + κατάλ. ‑ώνω. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. γκ‑ Ι). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- I. (Ενεργ., μτβ.) δίνω θάρρος σε κάπ., ενθαρρύνω, εμψυχώνω: