Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εγκαρδιωτικός -ή -ό [eŋgarδiotikós] Ε1 : που είναι ικανός να εγκαρδιώνει· ενθαρρυντικός, εμψυχωτικός. ANT αποκαρδιωτικός: Εγκαρδιωτικοί λόγοι.
εγκαρδιωτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. εγκαρδιω- (δες εγκαρδιώνω) -τικός]