Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εγκαινιασμός ο [engeniazmós] Ο17 : 1.η πρώτη αρχή, η έναρξη μιας διαδικασίας, μιας σειράς ενεργειών, ενός προγράμματος κτλ.: Οι σκοποί της Εταιρείας άρχισαν να γίνονται ευρύτερα γνωστοί με τον εγκαινιασμό της δράσης της προς τα έξω. 2. η τελετή των εγκαινίων (τεχνικού έργου ή ναού)· εγκαίνια: Παραβρέθηκε στον εγκαινιασμό.
[λόγ. < μσν. εγκαινιασμός < ελνστ. ἐγκαινισμός κατά το εγκαινιάζω]