Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εγκαινιάζω [engeniázo] -ομαι Ρ2.1 : 1.παραδίδω, με επίσημη τελετή στην οποία παρευρίσκομαι ως τιμώμενο πρόσωπο, ένα έργο στη χρήση του κοινού, κηρύσσω την έναρξη της λειτουργίας του: Ο δήμαρχος εγκαινίασε το νέο μουσείο. 2. για πρώτη φορά θέτω σε εφαρμογή κτ.: ~ μια νέα οικονομική πολιτική. || H στροφή προς μια πιο φιλελεύθερη πολιτική εγκαινιάστηκε με ευρύ κυβερνητικό ανασχηματισμό. 3. (οικ.) χρησιμοποιώ κτ. πρώτος ή για πρώτη φορά: Εγκαινιάσαμε το καινούριο αυτοκίνητο με μια εκδρομή στη θάλασσα, γιορτάσαμε και αρχίσαμε τη χρήση του. Ποιος θα εγκαινιάσει την καινούρια γραφομηχανή;
[λόγ. < μσν. εγκαινιάζω < ελνστ. ἐγκαινίζω με νέα ανάλυση εγκαίνι(α) -άζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- εγκαινιάζω.
-
- 1) Αγιάζω:
- εγκαινίασέν τον (ενν. τον Σταυρόν) και εμύρωσέν τον με γ´ λοές (Μαχ. 7028).
- 2) (Προκ. για εκκλησία) καθαγιάζω, καθιερώνω με θρησκευτική τελετή:
- οι αρχιερείς, όταν εγκαινιάζουν εκκλησίαν, τυλίγονται με πανί (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 399v).
[<εγκαινίζω. Η λ. το 10. αι. (LBG) και σήμ.]
- 1) Αγιάζω: