Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγκαθιστώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εγκαθιστώ [eŋgaθistó] -αμαι Ρ10.1α αόρ. εγκατέστησα και (σπάν.) εγκατάστησα, απαρέμφ. εγκαταστήσει, παθ. αόρ. εγκαταστάθηκα, απαρέμφ. εγκατασταθεί, μππ. και εγκατεστημένος* : τοποθετώ κτ. ή κπ. μόνιμα ή για μακρό χρονικό διάστημα κάπου. 1α. για πράγμα, συνήθ. για μηχάνημα, σύστημα μηχανισμών κτλ., το τοποθετώ έτσι ώστε να μπορεί να λειτουργήσει: Εγκατέστησα σύστημα εξαερισμού, έβαλα. Είχε εγκαταστήσει στο σπίτι του ραδιοφωνικό σταθμό, έστησε. || Εγκατέστησαν το παρατηρητήριό τους σε ένα ύψωμα. Εγκατέστησε το γραφείο του στον τρίτο όροφο. β. (πληροφ.) μεταφέρω ένα πρόγραμμα στο σκληρό δίσκο του υπολογιστή ακολουθώντας συγκεκριμένες οδηγίες: Δεν έχω εγκαταστήσει ακόμη τη νέα έκδοση του προγράμματος. 2. (για πρόσ.) α. εξασφαλίζω όλα τα απαραίτητα για τη μόνιμη ή μακρόχρονη διαμονή κάποιου σε έναν ορισμένο τόπο: Έφερε τους γονείς του από το χωριό και τους εγκατέστησε στο διπλανό διαμέρισμα. β. (παθ.) εγκαθιστώ τον εαυτό μου· (πρβ. μένω, διαμένω, κατοικώ): Έφυγε από το χωριό του και πήγε να εγκατασταθεί οικογενειακώς στην πρωτεύουσα. Προσωρινά και ώσπου να βρουν καλύτερη λύση εγκαταστάθηκαν στο παλιό σπίτι του πεθερού του. 3. τοποθετώ κπ. σε μια υψηλή ηγετική θέση, αξίωμα κτλ.: Οι εισβολείς εγκατέστησαν κυβέρνηση ανδρεικέλων. || (νομ.) ~ κπ. ως κληρονόμο, διορίζω.

[λόγ.: 3: μσν. εγκαθιστώ < αρχ. ἐγκαθίστημι, μεταπλ. κατά το καθίστημι > καθιστώ· 1α, 2: σημδ. γαλλ. (s΄)établir, (s΄)installer· 1β: σημδ. αγγλ. install]

[Λεξικό Κριαρά]
εγκαθιστώ.
  • Τοποθετώ, διορίζω:
    • εγκαταστήσας αρχηγούς και ηγεμόνας (Δούκ. 42517).

[<αρχ. εγκαθίστημι. Η λ. τον 6. αι. (L‑S Suppl.) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες