Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εγκαθιδρύω [eŋgaθiδrío] -ομαι Ρ9 : θέτω σε ισχύ και λειτουργία, επιβάλλω (μόνιμα ή για μικρό χρονικό διάστημα) συγκεκριμένο καθεστώς, πολίτευμα, σύστημα διακυβέρνησης κτλ.: Επιδιώκουν να εγκαθιδρύσουν ένα καθεστώς ανελεύθερο και τυραννικό.
[λόγ. < αρχ. ἐγκαθιδρύω `στή νω κτ. μέσα΄ σημδ. γαλλ. ériger]