Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εγκάρσιος -α -ο [eŋgársios] Ε6 : κάθετος ως προς έναν κατά μήκος νοητό άξονα (σώματος, κτίσματος κτλ.): Εγκάρσια τομή, τομή κατά πλάτος. Εγκάρσια τόξα. Εγκάρσιο κλίτος ενός ναού.
εγκάρσια & (λόγ.) εγκαρσίως ΕΠIΡΡ: Tέμνω ~. [λόγ. < αρχ. ἐγκάρσιος, ἐγκαρσίως]