Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εγκάρδιος, επίθ.
-
- 1) Μεγάλος, βαθύς, αληθινός:
- εγκάρδιον κλόνισμα (Λίβ. Esc. 3762)·
- να έναι εγκάρδιος η χαρά (Λίβ. Esc. 2481).
- 2)
- α) (Προκ. για φίλο) επιστήθιος, ειλικρινής:
- φίλον εγκάρδιον της ψυχής (Φλώρ. 1446)·
- β) (προκ. για αγαπημένο πρόσωπο):
- εγκάρδιόν μου ερωτίδιν (Λίβ. N 1463).
- α) (Προκ. για φίλο) επιστήθιος, ειλικρινής:
- 3) (Προκ. για αδελφό) γνήσιος, πραγματικός:
- (Σταυριν. 1050).
- Το ουδ. πληθ. ως ουσ. = αυτά που βρίσκονται μέσα στην καρδιά, απόκρυφα:
- Θεός … προσέχων τα εγκάρδια και λογισμούς ανθρώπων (Ελλην. νόμ. 51519).
[αρχ. επίθ. εγκάρδιος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Μεγάλος, βαθύς, αληθινός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εγκάρδιος -α -ο [eŋgárδios] Ε6 : που ο τρόπος του εκφράζει ένα έντονο, ειλικρινές και αυθόρμητο συναίσθημα αγάπης, φιλίας κτλ.· θερμός. ANT ψυχρός, τυπικός: ~ χαιρετισμός. Εγκάρδια υποδοχή / χειραψία. Εγκάρδιες ευχές. Εγκάρδια συγχαρητήρια. Εγκάρδια, φιλική ατμόσφαιρα. || ~ συνομιλητής, ειλικρινής και φιλικός. || ~ φίλος, γκαρδιακός. || (ιστ.): Εγκάρδια Συνεννόηση, η συμμαχία μεταξύ Aγγλίας και Γαλλίας κατά τον α' παγκόσμιο πόλεμο, η Aντάντ.
εγκάρδια ΕΠIΡΡ με τρόπο εγκάρδιο: Xαιρέτησε ~. [λόγ. < αρχ. ἐγκάρδιος `της καρδιάς΄ & σημδ. γαλλ. cordial]
[Λεξικό Κριαρά]
- εγκαρδιοσυκωτοπλέμονα τα.
-
- Εντόσθια:
- λύκοι να φαν τα οστέα σου και τα εγκαρδιοσυκωτοπλέμονά σου (Σπανός B 178).
[<επίθ. εγκάρδιος + ουσ. συκωτοπλέμονα]
- Εντόσθια: