Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εγείρω [ejíro] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. ήγειρα, απαρέμφ. εγείρει, παθ. αόρ. εγέρθηκα, απαρέμφ. εγερθεί : σε λόγιες εκφράσεις: ~ αξιώσεις, προβάλλω αξιώσεις· αξιώνω, διεκδικώ. ~ απαιτήσεις, προβάλλω απαιτήσεις, απαι τώ. || (νομ.) ~ αγωγή, κάνω αγωγή. || (στρατ.) ως παράγγελμα: εγέρθητι / εγέρθητε, σήκω, σηκωθείτε όρθιοι.
[λόγ. < αρχ. ἐγείρω `ξυπνώ κπ., ερεθίζω΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- εγείρω· ’γείρω.
-
– Βλ. και γέρνω.
- I. Ενεργ.
- Α´ Μτβ.
- 1) (Προκ. για νεκρούς) σηκώνω από τον τάφο, ανασταίνω:
- ήγειρεν τον Αδάμ εκ του Άδου (Φυσιολ. (Legr.) 69).
- 2) (Με αντικ. τη λ. παράλυτος) κάνω κάπ. να σηκωθεί, να περπατήσει, θεραπεύω:
- Τους ασθενείς ιάτρευσας, ήγειρας παραλύτους (Διακρούσ., Πένθος 35).
- 3) Ιδρύω, οικοδομώ, κατασκευάζω:
- (Διγ. O 1078).
- 4) Φρ. εγείρω το λόγο προς κάπ. = απευθύνομαι σε κάπ.:
- (Κορων., Μπούας 117).
- 1) (Προκ. για νεκρούς) σηκώνω από τον τάφο, ανασταίνω:
- Β´ (Αμτβ.) σηκώνομαι:
- εις την Βερόναν έγειρε να πάγει μετά τρόμου (Κορων., Μπούας 105).
- Α´ Μτβ.
- II. Μέσ.
- 1) Σηκώνομαι από τη θέση μου:
- Αμ’ η καλή και ευγενική ηγέρθη από τον δείπνον (Σαχλ. N 93).
- 2) Μετακινούμαι:
- (Χειλά, Χρον. 350)·
- Ο δε στρατός … απεκείθε ηγέρθη κι εις έναν κάμπον διέβηκε (Κορων., Μπούας 121).
- 1) Σηκώνομαι από τη θέση μου:
[αρχ. εγείρω]
- I. Ενεργ.