Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγγόνι
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εγγόνι το [eŋgóni] Ο44 : (χωρίς διάκριση φυσικού γένους) ο εγγονός ή η εγγονή κάποιου: Έζησε ως τα βαθιά γεράματα και αξιώθηκε να δει εγγόνια και δισέγγονα. εγγονάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. εγγόνι υποκορ. του εγγον(ός) -ι]

[Λεξικό Κριαρά]
εγγόνι(ν) το· αγγόνι(ν)· ’γγόνι(ν).
  • Εγγόνι:
    • εγγόνια και δισάγγονα (Ασσίζ. 4419).

[παλαιότ. ουσ. εγγόνιον (4. αι., L‑S Suppl.· βλ. και LBG) <ουσ. έγγονος + κατάλ. ιον. Η λ. (ι) και ο τ. αγγόνι και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
εγγόνισσα η· αγγόνισσα.
  • Εγγονή:
    • (Μαχ. 32618).

[<ουσ. έγγονος + κατάλ. ισσα. Η λ. το 12. αι. (LBG). Ο τ. και σήμ. κυπρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες