Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εγγυώμαι [engióme] Ρ11 μππ. εγγυημένος* : παρέχω διαβεβαίωση αναλαμβάνοντας τη σχετική ευθύνη. 1α. αναλαμβάνω την ευθύνη να εκπληρώσω τις (συνήθ. οικονομικές) υποχρεώσεις κάποιου, στην περίπτωση που αυτός αθετήσει τη σχετική υπόσχεσή του ή βρεθεί σε αδυναμία να την εκπληρώσει· υπογράφω ως εγγυητής, μπαίνω ή γίνομαι εγγυητής, τριτεγγυώμαι: Aν ζητήσω δάνειο από την τράπεζα, θα εγγυηθείς για μένα; ~ για την εμπρόθεσμη εξόφληση των δόσεων. β. αναλαμβάνω την ευθύνη για την εφαρμογή και την τήρηση οποιασδήποτε συμφωνίας, σύμβασης, συνθήκης κτλ.: Zήτησαν από τις HΠA να εγγυηθούν για την ασφαλή μεταφορά των ομήρων. 2. διαβεβαιώνω κάποιον για κτ. αναλαμβάνοντας την ηθική υποχρέωση: Tον γνωρίζω από πολλά χρόνια και μπορώ να σας εγγυηθώ ανεπιφύλακτα για την τιμιότητά του. 3. για ό,τι μας επιτρέπει να θεωρούμε κτ. ως απόλυτα βέβαιο: Δυστυχώς τίποτα δε μας εγγυάται ότι η κατάσταση θα εξελιχθεί προς το καλύτερο. || H φίρμα και μόνο του πωλητή εγγυάται την ποιότητα του προϊόντος.
[λόγ. < αρχ. ἐγγυῶ, -ῶμαι `παρέχω εγγύηση΄ & σημδ. γαλλ. garantir]
[Λεξικό Κριαρά]
- εγγυώμαι· εγγυούμαι· αόρ. εγγύθηκα· εγγύθην.
-
- Παρέχω εγγύηση:
- Εάν τις είς άνθρωπος εγγέται έτερον άνθρωπον (Ασσίζ. 6829).
[αρχ. εγγυάω. Οι αόρ. και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]
- Παρέχω εγγύηση: