Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εγγράφου, επίρρ.· εγράφου.
-
- Γραπτά, εγγράφως:
- απαύτου γαρ του έδωκεν εγράφου τα συνήθεια (Χρον. Μορ. H 2611)·
- φρ. επαίρνω εγγράφου, βλ. επαίρνω 1α φρ (4).
[<επίρρ. εγγράφως αναλογ. με επιρρ. σε ‑ου· ή η γεν. του ουσ. έγγραφον επιρρ.]
- Γραπτά, εγγράφως: