Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εγγλέζικος, επίθ.· ιγγλέζικος.
-
- Αγγλικός:
- καράβια … ιγγλέζικα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 44715).
[<εθν. Εγγλέζης + κατάλ. ‑ικος. Ο τ. <εθν. Ιγγλέζης (Somav. II, λ. Inglese· επίρρ. ιγγλέζικα αυτ.)]
- Αγγλικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εγγλέζικος -η -ο [eŋglézikos] Ε5 : (οικ.) που ανήκει, αναφέρεται στους Εγγλέζους ή στην Aγγλία, ή που προέρχεται από αυτή· (πρβ. αγγλικός, βρετανικός): Εγγλέζικα προϊόντα / υφάσματα. Εγγλέζικες λίρες. || (ως ουσ.) τα εγγλέζικα, η αγγλική γλώσσα, τα αγγλικά.
εγγλέζικα ΕΠIΡΡ στην αγγλική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~. [Εγγλέζ(ος) -ικος]