Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εγγεγραμμένος -η -ο [enjeγraménos] Ε3 μππ. του εγγράφω : 1.για πρόσωπο του οποίου το όνομα είναι γραμμένο σε ορισμένο κατάλογο: Tα εγγεγραμμένα μέλη ενός συλλόγου. Είναι ~ στο μητρώο αρρένων του Δήμου Θεσσαλονίκης. || (ως ουσ.): Ψήφισε το 80% των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους. 2. (γεωμ.) για επίπεδο ή στερεό σχήμα που περικλείεται από άλλο, το οποίο ονομάζεται περιγεγραμμένο: Όλες οι κορυφές ενός πολυγώνου εγγεγραμμένου σε κύκλο είναι σημεία της περιφέρειάς του. Ο ~ κύκλος εφάπτεται σε όλες τις πλευρές του περιγεγραμμένου πολυγώνου. Οι κορυφές των εγγεγραμμένων σε σφαίρα σχημάτων είναι σημεία της εσωτερικής επιφάνειάς της. Εγγεγραμμένη γωνία, της οποίας η κορυφή είναι σημείο της περιφέρειας κύκλου και οι πλευρές της χορδές του ίδιου κύκλου.
[λόγ.: 1: αρχ. ἐγγεγραμμένος μππ. του ρ. ἐγγράφω· 2: ελνστ. σημ.]