Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εβραϊσμός ο [evraizmós] Ο17 : εκφραστικός τρόπος που χαρακτηρίζει την εβραϊκή γλώσσα: Εβραϊσμοί στη μετάφραση των Εβδομήκοντα.
[λόγ. < ελνστ. ἑβραϊσμός `εβραϊκή γλώσσα΄ σημδ. γαλλ. hébraïsme]